ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ-Έρευνα ΠΕΑ: Ανοχύρωτα σπίτια σε ζέστη & κρύο
Η ανάγκη της θερμομόνωσης και της ενεργειακής αναβάθμισης υφιστάμενων κτιρίων άρχισε να γίνεται συνειδητά επιτακτική περισότερο στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία αλλά έγινε εμφανέστερη με το Πρόγραμμα "Εξοικονόμηση κατ'Οίκον",όταν άρχισαν να φαίνονται χειροπιαστά τα ευεργετικά αποτελέσματα στην εξοικονόμηση ενέργειας αλλά και στην ποιότητα και άνεση της κατοικίας.Το υπάρχον κτιριακό απόθεμα στην Χώρα είναι πεπαλαιωμένο και χαμηλής ενεργειακής κλάσης.
Ως γνωστόν για την ένταξη στο "Εξοικονόμηση κατ'Οίκον" θάπρεπε η κατοικία να ανήκει στην Δ' Ενεργειακή κλάση ή χαμηλώτερη(Ε,Ζ,Η).Ένα ενδιαφέρον σχετικό άρθρο για την ενεργειακή κλάση του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος όπως προέκυψε από εκδοθέντα Ενεργειακά Πιστοποιητικά δημοσιεύουμε παρακάτω.Το άρθρο επικεντρώνεται σε περιοχές Αττικής αλλά ανάλογη και χειρότερη είναι η εικόνα και στην δική μας περιοχή της Δυτ.Μακεδονίας που είναι και η δυσμενέστερη κλιματικά Δ' Ζώνη,όπως διαπιστώσαμε και από δική μας εμπειρία από την εφαρμογή του Προγράμματος "Εξοικονόμηση κατ'Οίκον"
=====================================================================
Το σχετικό Αρθρο(αναδημοσίευση από kataskevesktirivn.gr)
Σπίτια – σουρωτήρια, με ανεπαρκέστατη μόνωση, αποκαλύπτουν τα στοιχεία από τα ενεργειακά πιστοποιητικά των κτιρίων σε όλη τη χώρα. Η διάτρητη θερμομόνωση και η πεπαλαιωμένη ενεργειακή κάλυψη των περισσότερων κατοικιών, που έχουν πια τα χρονάκια τους, οξύνουν τις συνέπειες του χειμωνιάτικου κρύου και του θερινού καύσωνα.
Οδηγούν σε κατασπατάληση χρημάτων για να ζεσταθούν τα σπίτια τον χειμώνα ή να δροσιστούν το καλοκαίρι. Μάλιστα, σε μεγάλο βαθμό αποκαλύπτεται και μια κοινωνική – ταξική διάσταση στην ενεργειακή κατάσταση των κτιρίων, καθώς οι φτωχότερες οικογένειες κατοικούν σε συνοικίες με παλιά σπίτια, άθλια ή ελάχιστα μονωμένα. Πρόκειται για μια νέα κατηγορία φτώχειας, η ενεργειακή φτώχεια, που δεν μπορεί να καλύψει την ανάγκη για αξιοπρεπή διαβίωση.
Σήμερα η «Κ»(Εφημερίδα Καθημερινή) παρουσιάζει τα πρόσφατα στατιστικά από την καταγραφή των πιστοποιητικών ενεργειακής απόδοσης (ΠΕΑ), τα οποία αφορούν πλέον πάνω από 870.000 κατοικίες. Τα πιστοποιητικά συντάσσονται από ειδικά πιστοποιημένους μηχανικούς, σύμφωνα με συγκεκριμένες προδιαγραφές όπου καταγράφονται η μόνωση του κτιρίου, η κατανάλωση ενέργειας, ο τρόπος θέρμανσης ή ψύξης, η χρήση ηλιακής ενέργειας ή άλλων ανανεώσιμων πηγών κ.λπ. Το ΠΕΑ είναι υποχρεωτικό πλέον για πώληση ή ενοικίαση ακινήτου, ενώ απαιτείται επίσης και για την ένταξη των κτιρίων σε προγράμματα επιχορήγησης της ενεργειακής αναβάθμισής τους.
Εννέα κατηγορίες("Ενεργειακές Κλάσεις")
Το κάθε σπίτι κατατάσσεται σε κατηγορίες από Α+ μέχρι Η (εννέα κατηγορίες), όπου τα εξαιρετικά ή πολύ αποδοτικά ενεργειακά σπίτια εντάσσονται στις κατηγορίες Α+ και Α, Β+ και Β, το Γ εκφράζει μια ικανοποιητική κατάσταση, το Δ και το Ε βρίσκονται στο μέσον της κατάταξης, ενώ το Ζ και το Η συγκεντρώνουν τα κτίρια που «μπάζουν» από παντού.
Τα στοιχεία είναι πραγματικά εντυπωσιακά
Στο σύνολο των ΠΕΑ μόλις 69 σπίτια (μονοκατοικίες ή διαμερίσματα) κατατάσσονται στην κατηγορία Α+, 237 στην Α, 2.926 στη Β+ και 21.766 στη Β. Δηλαδή ενεργειακά θωρακισμένα είναι μόλις το 2,85% των κατοικιών που εξετάστηκαν! Σε μια ικανοποιητική κατάσταση, στην κατηγορία Γ ανήκουν 114.806 κατοικίες, δηλαδή το 13,06%. Στην κατηγορία Δ κατατάχθηκαν 166.945 κατοικίες (18,99%) και στην Ε 145.173 (16,51%).
Αρνητική εικόνα
Στις δύο χειρότερες κατηγορίες συνωστίζεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός κατοικιών: Στην κατηγορία Ζ 150.001 σπίτια (17,06%) και στο ενεργειακό ναδίρ, στην κατηγορία Η, 277.290 κατοικίες (31,54%)! Δηλαδή, σχεδόν μία στις τρεις κατοικίες χαρακτηρίστηκαν ενεργειακά απαράδεκτες, ενώ εάν αθροίσουμε τις κατηγορίες Ζ και Η συγκεντρώνουμε το 48,6%. Δηλαδή, ένα στα δύο ελληνικά σπίτια είναι ενεργειακά βαρέλι χωρίς πάτο!
Η πολύ αρνητική αυτή εικόνα σχετίζεται άμεσα με τις ηλικίες των κτιρίων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, μεταξύ των κτιρίων που εξετάστηκαν, πριν από το 1960 έχει ανεγερθεί το 1,24%, τη δεκαετία 1960-1970 το 22,5% και τη δεκαετία 1970-1980 το 28,25%. Δηλαδή σχεδόν το 52% έχει ανεγερθεί πριν το 1980. Τα κτίρια που έχουν οικοδομηθεί μετά το 2000 είναι περίπου 21,5%.
Ας δούμε πώς επιδρά το κριτήριο της παλαιότητας, όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση. Μεταξύ των κατοικιών που έχουν ανεγερθεί τη δεκαετία 1960 – 1970 το 23,54% βρίσκεται στην κατηγορία Ζ και το 57,9% στον ενεργειακό πάτο, στην κατηγορία Η! Δηλαδή, πάνω από το 80% είναι ενεργειακά απαράδεκτες κατασκευές.
Αντίστροφα, στις οικοδομές που ανεγέρθηκαν τη δεκαετία 2000 – 2010 τα ενεργειακά «σουρωτήρια» περιορίζονται σε 3,29% για την κατηγορία Ζ και 2,25% για την Η, δηλαδή μόλις 5,5%. Από την άλλη, ένα 6,5% ανήκει στα ενεργειακά οχυρά των κατηγοριών Α και Β, ένα 36% στην ικανοποιητική κατηγορία Γ και ένα 38% στη σχετικά αξιοπρεπή Δ. Δεν μπορούμε και ούτε πρέπει να γκρεμίσουμε τα παλιότερα κτίρια. Μπορούμε όμως να τα θωρακίσουμε ενεργειακά.
Φτωχοί δήμοι με υψηλές καταναλώσεις…
Η χαμηλή ενεργειακή αποδοτικότητα των κατοικιών στην Ελλάδα οδηγεί σε παράδοξα. Κατοικίες σε φτωχότερους δήμους καταναλώνουν για θέρμανση περισσότερα απ’ ό,τι σε περιοχές με πιο εύπορες οικογένειες, κατά μέσον όρο πάντα.
Ενδεικτικά, οι κατοικίες στην Αγία Βαρβάρα χρειάζονται ενέργεια 167,78 Kwh/m² για θέρμανση τον χειμώνα και 44,57 Kwh/m² για ψύξη – δροσισμό το καλοκαίρι, στο Ίλιον (Νέα Λιόσια) 155,84 Kwh/m² και 38,77 Kwh/m² αντίστοιχα και στον Κορυδαλλό 144,53 Kwh/m² και 36,28 Kwh/m2. Από την άλλη, στην Αγία Παρασκευή απαιτούνται 128,01 Kwh/m² και 34,60 Kwh/m², στα Βριλήσσια 100,52 Kwh/m² και 28,04 Kwh/m² και στην Κηφισιά 131,83 Kwh/m² και 40,84 Kwh/m². Σε αυτές τις συνθήκες, οι οικογένειες που κατοικούν σε παλιά, μη συντηρημένα – μη μονωμένα σπίτια είναι δύο φορές ενεργειακά φτωχές: η κατοικία τους απαιτεί περισσότερα έξοδα για θέρμανση ή ψύξη, αλλά εκείνες δεν μπορούν να ανταποκριθούν λόγω χαμηλών εισοδημάτων.
Οι συνθήκες έγιναν ακόμα πιο δύσκολες την εποχή των μνημονιακών περικοπών, όταν οι μειώσεις στους μισθούς και η ανεργία συνάντησαν τη δραματική αύξηση της φορολογίας στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Το αποτέλεσμα ήταν μια σημαντική μείωση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας για θέρμανση, από τις 186,96 Kwh/m² το 2011 (μέσος όρος κατοικιών) στις 161,1 Kwh/m² το 2012, έτος που απογειώθηκε η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης. Το 2014 ανέβηκε στις 193,21 Kwh/m² για να πέσει πάλι στις 164,71 Kwh/m² το 2016 και στις 169 Kwh/m² το 2017.
Η εικόνα των πιστοποιητικών ενεργειακής απόδοσης αποκαλύπτει και το κοινωνικό – ενεργειακό ανάγλυφο των γειτονιών της πρωτεύουσας, καθώς στις πιο εύπορες συνοικίες καταγράφονται περισσότερα ενεργειακώς αποδοτικά σπίτια, είτε γιατί είναι νεότερης κατασκευής είτε γιατί θωρακίστηκαν ενεργειακά στην πορεία.
Για παράδειγμα, σε Βριλήσσια και Κηφισιά περίπου το 10% των κτιρίων που ελέγχθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2017 ανήκε στις ενεργειακά αποδοτικές κατηγορίες Α και Β, όταν ο πανελλαδικός μέσος όρος είναι 2,85%. Ταυτόχρονα, πολύ μειωμένα ήταν τα ενεργειακώς σπάταλα σπίτια. Από την άλλη, σε Πέραμα και Αγία Βαρβάρα δύο στις τρεις κατοικίες κατατάχθηκαν στις ενεργοβόρες κατηγορίες Ζ και Η, αρκετά πάνω από τον πανελλαδικό μέσο όρο (49%).
Δύσκολη είναι η κατάσταση στον Δήμο Αθηναίων, που διαθέτει βεβαίως μεγάλο κτιριακό απόθεμα και ποικιλία κοινωνικών και ενεργειακών επιπέδων, αλλά ο μεγάλος όγκος των πολυκατοικιών του κέντρου, που ανεγέρθηκαν οι περισσότερες τη δεκαετία του ’60, αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα ενεργειακής αποδοτικότητας. Το πρώτο τρίμηνο του 2017 πήραν ΠΕΑ 6.198 κατοικίες στον Δήμο Αθηναίων. Απ’ αυτές, καμία δεν ήταν Α κατηγορίας, 46 μόλις Β, 1.956 Ζ και 2.699 Η! Δηλαδή σε ποσοστό 75%, οι κατοικίες στον Δήμο Αθηναίων βρέθηκαν ενεργειακά απαράδεκτες!
Πηγή:kataskevesktirion.gr